τερατογένεση

τερατογένεση
η, Ν
(βιολ.-ιατρ.) α) σύνολο εξεργασιών που οδηγούν στην παραγωγή ενός τέρατος, ενός μορφολογικά και λειτουργικά ανώμαλου οργανισμού ως συνέπεια διαμαρτιών διάπλασης
β) η πειραματική παραγωγή ανωμαλιών ανάπτυξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teratogenesis (< τέρας, -ατος + γένεση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τερατογενεσία — η, Ν [τερατογένεση) η τερατογένεση …   Dictionary of Greek

  • τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ …   Dictionary of Greek

  • τερατογενεσικός — ή, ό, Ν [τερατογένεση] τερατογονικός …   Dictionary of Greek

  • τερατογενετικός — ή, ό, Ν (βιολ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τερατογένεση («τερατογενετικές εξεργασίες»). επίρρ... τερατογενετικώς και τερατογενετικά Ν κατά τερατογενετικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • τερατογονία — η, ΝΑ γέννηση τέρατος νεοελλ. 1. (βιολ. ιατρ.) η τερατογένεση 2. η φυσική ή τεχνητή δημιουργία τεράτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερατογόνος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. γαλλ. teratogonie)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”