- τερατογένεση
- η, Ν(βιολ.-ιατρ.) α) σύνολο εξεργασιών που οδηγούν στην παραγωγή ενός τέρατος, ενός μορφολογικά και λειτουργικά ανώμαλου οργανισμού ως συνέπεια διαμαρτιών διάπλασηςβ) η πειραματική παραγωγή ανωμαλιών ανάπτυξης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teratogenesis (< τέρας, -ατος + γένεση)].
Dictionary of Greek. 2013.